- πέτρινος
- -η, -ο / πέτρινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ [πέτρα]1. βραχώδης (α. «ο πέτρινος όγκος τού Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», Ευρ.)2. φτιαγμένος από πέτρα («πέτρινος τοίχος»)3. πολύ σκληρός ή πολύ ανθεκτικός («πέτρινη καρδιά»)μσν.(για τη Νιόβη) μεταμορφωμένη σε βράχοαρχ.φρ. «πέτρινος ἀκοντισμός» — είδος κελτικής πολεμικής τακτικής.
Dictionary of Greek. 2013.